Το ρολόι

 Η Ουγκανία ήταν μια χώρα ευτυχισμένη, με εύκρατο κλίμα και εύφορη γη. Οι Ουγκανοί δεν ήταν ούτε πολύ φτωχοί, ούτε πολύ πλούσιοι. Ίσως να ήταν πλουσιότεροι αν δεν είχαν μια αντιπάθεια στην οργάνωση, αλλά και χωρίς αυτήν κατάφερναν να τα φέρνουν βόλτα και να απαλλάσσονται από τα περιττά άγχη. Για παράδειγμα, ενώ όλα τους τα λεωφορεία είχαν μπροστά ψηλά πάνω από τον οδηγό ένα μεγάλο ρολόι, αυτό πάντοτε έδειχνε μεσάνυχτα (ή μεσημέρι) γιατί κανείς ποτέ δεν έμπαινε στον κόπο να το βάλει μπροστά. Αυτό ίσως εξηγούσε γιατί τα λεωφορεία δεν είχαν καν προγράμματα δρομολογίων ή αν είχαν αυτά ήταν καθαρά διακοσμητικά. Πάλι όμως η σωστή εξήγηση μπορεί και να πηγαίνει ανάποδα. Το ίδιο συνέβαινε και με τα δημόσια κτήρια, είχαν ρολόγια επειδή κάποτε έγινε μια μεγάλη προμήθεια, αλλά κι εκεί ήταν κάπου σταματημένα σε μια τυχαία ώρα. Αν τύχαινε να δείχνουν και ημερομηνία, ήταν κι αυτή τυχαία.

Ωστόσο ένας από τους κυβερνήτες της Ουγκανίας, ένας άνθρωπος φιλοπρόοδος και ταξιδεμένος, είχε δει ότι σε άλλες χώρες υπήρχαν σχολές που εκπαίδευαν επιστήμονες ρολογάδες και σκέφτηκε πως έπρεπε κι εκεί να ιδρυθεί μια τέτοια σχολή επιστήμης της ωρολογοποιίας. Κατά πόσο του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι έτσι ίσως να διορθώνονταν και η ώρα στα ρολόγια δεν είναι γνωστό, αλλά είναι μάλλον απίθανο γιατί τέτοιες ανησυχίες σπάνια περνάνε από τα μυαλά των Ουγκανών. Εν πάση περιπτώσει φρόντισε αρχικά να προσλάβει καθηγητές υψηλής ωρολογοποιίας από το εξωτερικό και τους έβαλε να διδάξουν για κάμποσα χρόνια, μέχρι να αποφοιτήσουν οι πρώτοι διπλωματούχοι, να μετεκπαιδευτούν στο εξωτερικό και να γυρίσουν να γίνουν αυτοί καθηγητές.

Στη σχολή δέσποζε ένας πύργος, που είχε στην κορυφή του ένα μεγάλο ρολόι, σήμα κατατεθέν της τέχνης που θεράπευε η σχολή. Ο πρώτος διευθυντής της σχολής ήθελε να είναι σίγουρος ότι το ρολόι θα δείχνει τη σωστή ώρα επειδή αυτό ήταν ζήτημα τιμής για τη σχολή. Γι' αυτό το σκοπό προσέλαβε τρεις τεχνίτες ρολογάδες με μόνο αντικείμενο εργασίας τη ρύθμιση και τη συντήρηση αυτού του ρολογιού. Οι ρολογάδες όταν δεν έκαναν συντήρηση έκαναν διαδοχικές βάρδιες σε ένα δωμάτιο δίπλα στο ρολόι. Μιας και το ρολόι ήταν από τα λίγα που λειτουργούσαν και μάλιστα σωστά, αρκετός κόσμος όταν περνούσε μπροστά από τη σχολή διόρθωνε την ώρα στα ρολόγια του χεριού, παρ' όλο που η ακρίβεια δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Κυρίως όμως διόρθωναν πιο ταχτικά τα ρολόγια τους κάποιοι λίγοι που ισχυρίζονταν ότι τα τρένα και τα λεωφορεία έπρεπε να περνούν στην ώρα τους και πως η Ουγκανία χρειαζόταν "εκσυγχρονισμό". Κάποιοι άλλοι βέβαια τους κοίταζαν με συμπάθεια κι έλεγαν πως αυτό είναι αδύνατο, ενώ μερικοί πιο κουλτουριάρηδες έλεγαν ότι η βιομηχανική επανάσταση θα φέρει τον εκσυγχρονισμό που θα φέρει τα σωστά ρολόγια και τα τρένα στην ώρα τους. Η Ουγκανία όμως δεν είχε βιομηχανία, παρά μόνο μια κονσερβοποιία ανανάδων που λειτουργούσε όποτε μάζευαν τα φρούτα.

Μιας και η σχολή ήταν δημόσια, οι τρεις αυτοί ρολογάδες ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και τους είχαν αποδοθεί βαθμοί στην ιεραρχία. Ο νεότερος ονομάστηκε ρυθμιστής Γ', ο μεσαίος ρυθμιστής Β' και ο πιο μεγάλος σε ηλικία και πιο έμπειρος ρυθμιστής Α'. Επίσης είχαν δικαιώματα εξέλιξης με τον καιρό και πρώτος ο ρυθμιστής Α' έγινε επιθεωρητής ρύθμισης Γ, ενώ ο ρυθμιστής Β' έγινε ρυθμιστής Α' και ο ρυθμιστής Γ' έγινε ρυθμιστής Β'. Ο επιθεωρητής μεταφέρθηκε σε ένα γραφείο στο ισόγειο της σχολής και συμπλήρωνε με επιμέλεια ένα βιβλίο, όπου καταγράφονταν οι ρυθμίσεις και συντηρήσεις που έκαναν οι άλλοι δύο. Σιγά σιγά πήραν κι άλλες προαγωγές και μια μέρα έγιναν και οι τρεις επιθεωρητές ρύθμισης, πιάνοντας από ένα γραφείο ο καθένας. Επίσης φρόντισαν να προσληφθεί ένας έκτακτος υπάλληλος, που η δουλειά του ήταν να κουρδίζει το ρολόι μια φορά την ημέρα.

Μετά απ' όλα αυτά το ρολόι συνέχισε να λειτουργεί, αλλά πήγαινε όλο και πιο πίσω καθώς η τριβή ανάμεσα στα αλάδωτα γρανάζια του αυξανόταν με τον καιρό. Σιγά σιγά κι ο κόσμος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να το χρησιμοποιεί για να διορθώνει την ώρα στα δικά του ρολόγια. Στο μεταξύ είχαν αλλάξει και κάμποσοι διευθυντές. Ο τελευταίος απ' αυτούς κάλεσε τον επιθεωρητή Α' να τον ρωτήσει τι συνέβαινε κι εκείνος του κατέθεσε μια αναφορά με τις ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε το προσωπικό για να τις κάνει, οπότε εισηγήθηκε νέες προσλήψεις. Ο διευθυντής πάλι θεώρησε ότι ήταν προτιμότερο να πηγαίνει λάθος το ρολόι παρά να προσλάβει άλλους τρεις υπαλλήλους για ένα όχι και τόσο σημαντικό σκοπό, την ώρα μάλιστα που η σχολή είχε ελλείψεις σε καθηγητές, ακόμη και σε καθαρίστριες. Έφτιαξε παρ' όλα αυτά για να είναι καλυμμένος κι αυτός ένα χαρτί προς το αρμόδιο υπουργείο, από το οποίο ζητούσε τις σχετικές προσλήψεις, με χαμηλή όμως προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες ανάγκες.

Μια μέρα διορίσθηκε επί τέλους ένας νέος καθηγητής, ορεξάτος αλλά και λίγο νευρικός. Παρατήρησε ότι το ρολόι έδειχνε άσχετη ώρα κι άσχετη ημερομηνία, πράγμα που τον οδήγησε αμέσως στο να ρωτήσει ένα συνάδελφό του ποιος είναι υπεύθυνος για το ρολόι. Στη συνέχεια πήγε στο γραφείο του επιθεωρητή Γ' και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Αυτός του εξήγησε και του είπε χοντρικά τα ίδια που είχαν γράψει στην αναφορά και τον παρέπεμψε στον επιθεωρητή Β' που τον παρέπεμψε στον επιθεωρητή Α', αλλά δεν βγήκε κάτι παραπάνω. Ο νέος καθηγητής συγχυσμένος με το πώς γίνεται σε μια σχολή ειδικών στα ρολόγια να μη βρίσκεται κανείς να φροντίζει το ρολόι του πύργου κάθισε κι έγραψε μια αναφορά στην οποία περιέγραφε τα προβλήματα του ρολογιού, σημείωσε ότι εξ αιτίας της κακής οργάνωσης κανείς πια δεν είναι αρμόδιος για την συντήρησή του και εξήγησε ότι η κατάσταση αυτή αποτελούσε μια δυσφήμιση για την σχολή. Ύστερα πήγε και την άφησε στη γραμματέα του διευθυντή.

Ο διευθυντής έπιασε το υπονοούμενο πως την τελική ευθύνη την είχε ο ίδιος και θεώρησε αμέσως πως η αναφορά ήταν προσβλητική γι' αυτόν. Στη συνέχεια υπαγόρευσε μια επιστολή στη γραμματέα του, όπου εξηγούσε τα βαριά καθήκοντα της διεύθυνσης, τις άοκνες προσπάθειές του να λύνει καθημερινά τα προβλήματα της σχολής, που είχαν όμως την ιδιότητα να πολλαπλασιάζονται, και τελικά εξηγούσε πως είχε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο αναδιοργάνωσης, μέσω της οποίας θα λύνονταν αυτά όλα μαζί. Σε μια ειδική παράγραφο εξήρε την συμβολή των επιθεωρητών ρύθμισης στην εύρυθμη λειτουργία της σχολής, εξηγούσε ότι αυτοί έγραφαν πάντοτε σωστά τις αναφορές τους για το ρολόι, ότι ήταν πολύ εργατικοί, αλλά ότι δεν ήταν στη δική τους αρμοδιότητα να το διορθώνουν, μόνο να διαπιστώνουν και να καταγράφουν την κατάστασή του σε μηνιαίες και ετήσιες εκθέσεις. Περιττό να πούμε ότι αυτές οι εκθέσεις είχαν ημερομηνίες τέλους του μήνα ή του χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα τις κατέθεταν σε τυχαίες ημερομηνίες και αντέγραφαν κάθε φορά την προηγούμενη, σχεδόν αυτολεξεί.

Ο καθηγητής όταν διάβασε την επιστολή νευρίασε πολύ άσχημα, σύντομα όμως κατάλαβε ότι είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Οι συνάδελφοί του έμαθαν για την επιστολή και τον κοίταζαν με περίσκεψη, μερικοί τον χτύπησαν φιλικά στην πλάτη, αλλά κι αυτοί δεν είπαν τίποτε. Το βράδυ που έφτασε σπίτι του απογοητευμένος η σύζυγός του του είπε ότι αδίκως συγχυζόταν για ένα ζήτημα για το οποίο σε τελευταία ανάλυση δεν ήταν αρμόδιος ή υπεύθυνος. Στη συνέχεια η σύζυγος για να τον βοηθήσει πήγε μέχρι το φαρμακείο και του πήρε μερικά ηρεμιστικά χάπια.

Ο καθηγητής, αφού έκανε κανένα μήνα να συνέλθει κάπως, πήγαινε στο γραφείο του στη σχολή, ως όφειλε, και εργαζόταν. Όμως κάθε πρωί πριν φτάσει στην κεντρική είσοδο έβλεπε το ρολόι και συγχυζόταν, γεγονός που επιβράδυνε την ίασή του. Κλεινόταν στο γραφείο όποτε δεν είχε μάθημα και δεν μιλούσε σε κανένα, εκτός αν ήταν απολύτως απαραίτητο.

Στο μεταξύ η αναδιοργάνωση δεν ερχόταν και το ρολόι κάποια στιγμή σταμάτησε όλωσδιόλου. Έδειχνε πια μονίμως έξι και είκοσι πέντε, ίσως τυχαία, ίσως επειδή κρέμασαν οι δείκτες. Ο πολύς κόσμος επιβεβαίωσε στο μυαλό του ότι αυτό που υποψιαζόταν πάντοτε, πως δηλαδή τα ρολόγια ήταν άχρηστα, ήταν σωστό, ενώ οι λίγοι εκσυγχρονιστές απογοητεύτηκαν τελείως κι άφησαν τα ρολόγια τους ξεκούρδιστα, γυρίζοντάς τα να δείχνουν πάντοτε έξι και είκοσι πέντε. Η νεολαία δεν φορούσε πια καθόλου και χρησιμοποιούσε την έκφραση "τα μυαλά του είναι σε ώρα σχολής". Μερικοί έλεγαν πως ήταν ώρα να φτιαχτεί μια νέα σχολή, άλλοι έλεγαν πως κι αυτή που υπήρχε ήταν άχρηστη.

Απέναντι από τη σχολή άνοιξε μια άλλη ιδιωτική σχολή, πάνω από την είσοδο της οποίας κρεμόταν ένα τεράστιο smartwatch. Η πελατεία και των δύο σχολών βασιζόταν σε κάποιους γονείς που θεωρούσαν ότι τα παιδιά τους έπρεπε να βγάλουν μια σχολή, ακόμη κι αν αυτά που θα μάθαιναν δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα στην Ουγκανία. Πολλά απ' αυτά τα παιδιά πήγαιναν τελικά να εργασθούν στο εξωτερικό. Βαθμιαία όμως η πελατεία της παλιάς σχολής έφθινε. 

Μια μέρα ο κυβερνήτης κάλεσε στο γραφείο του τον διευθυντή της σχολής. Αυτός έβαλε το χρυσό του ρολόι και πήγε στην ώρα του, αλλά τον άφησαν στον προθάλαμο να περιμένει ως το βράδυ. Μιας και οι υπάλληλοι δεν φορούσαν πια ρολόγια δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Όταν έγινε δεκτός ο κυβερνήτης του ανακοίνωσε ότι η σχολή ήταν περιττή και πολυέξοδη και πως θα έκλεινε. Όταν το επόμενο πρωί ο διευθυντής ανακοίνωσε τα νέα στη σχολή ο καθηγητής ξέσπασε σε νευρικό γέλιο, ύστερα όμως στενοχωρήθηκε γιατί έμεινε χωρίς δουλειά. Η σύζυγός του έβαλε μέσο μια φίλη της που ο σύζυγός της είχε φυτείες ανανά και τον έβαλαν επιστάτη στη συλλογή ανανάδων. Σιγά σιγά ανέβηκε σε εργοδηγό στο εργοστάσιο κονσερβοποιίας.



Comments

Γιασεμί said…
Υπέροχο κείμενο για την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα .... Δυστυχώς όμως ούτε εργοστάσια ανανάδων υπάρχουν στην Ελλάδα ... no hope !

Popular posts from this blog

Ένας ιστορικός πίνακας γεμάτος σημαίες

Το έγκλημα στο Οριάν Εξπρές

Ταξίδι με το οχηματαγωγό κατά το σωτήριον έτος 2023