Posts

Showing posts from 2013

ελληνική οργάνωση

Σήμερα διαβάζω πρωί πρωί τον εξής τίτλο "ηλεκτρονική διακίνηση εγγράφων στο δημόσιο μέχρι το 2014". Δε μπόρεσα να μη σκάσω στα γέλια, ειδικά μετά από ένα χθεσινό γεγονός που περιγράφω στη συνέχεια. Παίρνω ένα email με το εξής ερώτημα: "Αυτή η ανάρτηση κτηματογράφησης που ανακοινώθηκε ποιες περιοχές της Σάμου πιάνει;" Ο ερωτών είχε διαβάσει σε εφημερίδα μια ανακοίνωση, όπου η περιοχή ήταν γραμμένη τελείως λάθος (αλλά σήμερα το πρωί έχει γίνει διόρθωση με copy-paste απ' το κτηματολόγιο, προς τιμήν τους, αλλά όπως θα δείτε αυτό δεν ήταν αρκετό). Μπαίνω στο κτηματολόγιο, όπου αναφέρεται η εξής περιοχή: "Δ. Κοινότητα Σάμου της Δημοτικής Ενότητας Βαθέως Σάμου" (με ωμέγα). Ωστόσο μετά από λίγο ξέθαψα τη σχετική απόφαση με full path:  " της Δημοτικής Κοινότητας Σαμίων < της Δημοτικής Ενότητας Βαθέος < του Δήμου   Σάμου < της Περιφερειακής Ενότητας Σάμου < της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου” (ευτυχώς εδώ "Βαθέος" με όμικρον). Τα διαχω

Τα βάσανα του πελάτη εταιριών κινητής

Την εποχή που εξαπλώνονται τα κοινωνικά δίκτυα κι ανεβαίνει ο όγκος των δεδομένων, που "ξοδεύει" ο μέσος πελάτης της "κινητής τηλεφωνίας" (τη βάζω σε εισαγωγικά γιατί πια ενδιαφέρει περισσότερο η μεταφορά δεδομένων παρά η μεταφορά φωνής), οι εταιρίες κινητής περί άλλα τυρβάζουν, αν λάβουμε υπόψη τις προσφορές που κάνουν στον πιθανό πελάτη. Αντί να του δίνουν πακέτα πλούσια σε δεδομένα, μετατρέπουν τα τελευταία σε δόλωμα δοσμένο με το σταγονόμετρο, συνοδευτικό πακέτων πολυλογίας. Είχα μιλήσει παλιότερα για το "κόλπο" των συμβολαίων, δηλαδή για το ότι σε αναγκάζουν να πληρώνεις ένα ποσό είτε καταναλώσεις είτε όχι. Γιατί με την ίδια λογική δεν κάνουμε το ίδιο και με το γάλα; Γιατί να μην πληρώνουμε τους γαλακτοπαραγωγούς με ένα πάγιο και να αγοράζουμε σταθερή ποσότητα όλο το χρόνο, το πιούμε δεν το πιούμε; Οι τηλεφωνατζήδες είναι πιο έξυπνοι από τους γαλατάδες; Ξεκίνησα όμως αυτό το κείμενο για να διηγηθώ μια άλλη πλευρά του προβλήματος, τι θα πάθει ο πε

Ήσυχες διακοπές

Προχτές πήρε το μάτι μου ένα καινούργιο application («απλικέσιο» που λέγανε πέρσι στις διαφημίσεις της κινητής τις εμπνευσμένες από την «αγνή επαρχία»), ένα κάπως προχωρημένο ξυπνητήρι. Ανάμεσα στους ήχους που είχε για ξύπνημα ήταν κάτι σαν τον πρωινό ήχος χωριού, με φωνές από κοκκόρια, κατσίκες κι άλλα οικιακά ζώα. Επίσης είχε ένα ήχο παραλίας, με κύματα και γλάρους. Τέτοιους ήχους φανταζόμαστε πως θα βρούμε μπροστά μας στις καλοκαιρινές διακοπές, και πριν απ’ όλα ησυχία. Βρίσκομαι σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό ενός μακρινού ακριτικού νησιού. Οι τουρίστες είναι λίγοι, τόσο λίγοι  που κάνουν τους εστιάτορες και τους ιδιοκτήτες των λιγοστών καφέ και ποτάδικων να διαμαρτύρονται σε πρώτη ευκαιρία. «Όλη η Ελλάδα είχε αύξηση, και μεις μείωση εξ αιτίας των δύσκολων ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών» σου λένε. Κι εσύ μπορείς να φαντάζεσαι την υπέροχη ησυχία ενός τέτοιου χωριού, σε αντίθεση με τη φασαριόζικη, ας πούμε, Μύκονο. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική και σκληρή. Γι

Στα κύματα του Αιγαίου

Ευρισκόμενος σ’ ένα νησί του Αιγαίου κάνω μερικές διαπιστώσεις. Αμφιβάλλω αν έχουμε μάθει οτιδήποτε απ’ την κρίση. Αντιθέτως το μόνο που προχωράει είναι η διάλυση. Για πρώτη φορά εκνευρίστηκα στο περίπτερο ενός χωριού χαμένου στο πουθενά, σίγουρα όχι σε τουριστική περιοχή. Ο περιπτεράς μ’ έκοψε για όχι ντόπιο, ούτε και φαντάρο (υπάρχει κοντινό στρατόπεδο) και μου χρέωσε το μπουκαλάκι νερό πενήντα λεπτά. Αν θυμάμαι καλά υπάρχει αγορανομική διάταξη για τριανταπέντε, ή μήπως όχι; Στο βενζινάδικο αγόρασα μια τρόμπα για λάστιχα. Πριν φουσκώσω το πρώτο διαλύθηκε. Στο μαγαζί με ηλεκτρονικά αγόρασα ένα ζευγάρι ακουστικά. Ήταν τόσο παλιά που τα αφρολέξ μαξιλάρια των αυτιών έγιναν σκόνη μόλις άνοιξα το κουτί. Και οι δύο μου έδωσαν πίσω τα λεφτά. Αν ήμουν περαστικός όμως; Οι δρόμοι είναι χαλασμένοι, οι αναρτήσεις των αυτοκινήτων και των οδηγών ταλαιπωρούνται, μα οι μάγκες οδηγούν σφαιράτοι. Αν οδηγούν πίσω σου εφαρμόζουν με συνέπεια την ταχτική του εκβιασμού από απόσταση μέτρου. Τις

Ο Μάγος, του John Fowles

Την άνοιξη το κύμα μ’ έριξε για μερικές μέρες στις Σπέτσες. Ήταν στην αρχή της μεγάλης εβδομάδας, τότε που οι τουριστικοί προορισμοί είναι ακόμη ανθρώπινοι, που σπίτια ανοίγουν και κάμποσα παράθυρα μυρίζουν μπογιά. Έψαξα να βρω κανένα βιβλίο που να μιλάει για το νησί. Έτσι έπεσα πάνω στο «Μάγο» του Fowles, ένα απ’ τα υποτιθέμενα σπουδαία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Το νησί στο έργο λέγεται Phraxos, αλλά κι οι γάτες (της λογοτεχνίας) γνωρίζουν ότι πρόκειται για τις Σπέτσες. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας νεαρός Άγγλος φιλόλογος, ο κύριος με το περίεργο επώνυμο Urfe, που προσπαθώντας να βρει εργασία καταλήγει να γίνει καθηγητής της αγγλικής σε ελληνικό εκπαιδευτήριο με εσωτερικούς μαθητές, δηλαδή στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο όπου εθήτευσε ο ίδιος ο Fowles. Παρά τη φυσική ομορφιά του νησιού, ουδείς μπορεί να αποτρέψει τη βαρεμάρα της επαρχιακής απομόνωσης. Την κατάσταση σώζει ο μυστηριώδης κύριος Κόγχις, μισός Έλληνας και μισός Άγγλος, ζάπλουτος γαιοκτήμων, απροσπέλαστος και

Πριν τα μεσάνυχτα στο θερινό

Τελικά μου φαίνεται ότι στο Πριν τα Μεσάνυχτα ( Before Midnight) πήγαν όλοι λόγω Μάνης.   Όλοι οι συνάδελφοι που κατάγονται από κει ή κάνουν διακοπές στη νότια Πελοπόννησο ήταν παρόντες. Τυχαίο; Δε νομίζω. Καθόμουν στην πέμπτη σειρά από μπροστά. Ήρθε ένας τύπος με μαλλί αφάνα, ψηλός, και κάθισε ακριβώς μπροστά μου. Η μόδα του ποσώς μ’ ενδιέφερε, αλλά η αναισθησία του ήταν τιμωρητέα. Σηκώθηκα και πήγα ακριβώς μπροστά του. Δίπλα ήρθε με το που άρχισε το έργο μια οικογένεια με δυο κοριτσάκια.   Πολύ αργά για δεύτερη αλλαγή θέσης. Το διπλανό μου ήταν γύρω στα έξι, δε νομίζω να είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ταινία. Στριφογύριζε ασταμάτητα στην καρέκλα του, έτρωγα σπρωξιές και καρεκλιές όσες φορές έκανα τίμια προσπάθεια να καταλάβω το βαθύ νόημα των ατέλειωτων διαλόγων του έργου. Τουλάχιστον δε μιλούσε ιδιαίτερα, δε μίλησα κι εγώ, το συμπάθησα για το δράμα που περνούσε. Τι βαθιά φιλοσοφικό ή έστω απλά αξιοπρόσεκτο πρέπει να βρω στο ότι ένας μπαμπάς τρώει το μήλο της κόρη

Πώς να καταλάβετε τον πολιτικό που σας δουλεύει

Οι πολιτικοί, οι αρχηγοί, οι ηγεμόνες, ακόμη και οι διευθυντές επιχειρήσεων, ποτέ δεν ήταν οι ειλικρινέστεροι των ανθρώπων. Θυμάμαι μια δήλωση που έκανε ο Wozniak, πως ο πατέρας του που ήταν διακεκριμένος μηχανικός (rocket scientist στην κυριολεξία) του είπε ότι ο μηχανικός πρώτα απ’ όλα ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Ο ίδιος ακολουθώντας, είπε, τη συμβουλή του πατέρα του ποτέ δεν κατάφερε να μπει στη νοοτροπία του manager, όπως ο φίλος του και κατά καιρούς αντίπαλός του Steve Jobs, επειδή ήθελε να παραμείνει μηχανικός. Ο Jobs δημιούργησε μια αυτοκρατορία, ο Woz είναι ένα ζωντανό υπόδειγμα στις καρδιές πολλών μηχανικών υπολογιστών, είναι ο «ορισμός» του μηχανικού υπολογιστών. Δεδομένου πως έχω πια μια ηλικία, έχω δει κάμποσες «γενιές» πολιτικών ανδρών. Στα μακρινά μου νιάτα θυμάμαι ακόμη τη γενιά των Γεώργιου Παπανδρέου, Κωνσταντίνου Καραμανλή, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Χαρίλαου Φλωράκη, Ηλία Ηλιού και Λεωνίδα Κύρκου. Δεν παίρνω όρκο πως κανένας τους δεν έλεγε ποτέ ενσυνείδητα ψέμμ

Το δίλημμα του φυλακισμένου Έλληνα

Το δίλημμα του φυλακισμένου είναι πασίγνωστο στη θεωρία παιγνίων. Όποιος το ξέρει μπορεί να πάει κατ’ ευθείαν παρακάτω, αλλά το γράφω για όποιον δεν το ξέρει. Δυο φυλακισμένοι για την ίδια υπόθεση πρέπει να απαντήσουν, καθένας χωριστά, σε μια προσφορά του εισαγγελέα. Να ομολογήσει και να καταδώσει τον άλλον ή όχι; Αν ομολογήσει σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία του αφεθεί ελεύθερος, ενώ ο άλλος θα πάρει ποινή φυλάκισης τριών ετών. Αν δεν ομολογήσει κανένας, θα πάρουν από ένα χρόνο. Αν ομολογήσουν και οι δύο, θα φυλακιστούν από δυο χρόνια (γιατί ο εισαγγελέας θα έχει στοιχεία και για τους δύο, αλλά θα τους αναγνωρίσει το ελαφρυντικό της ομολογίας. Αν υποθέσουμε πως και οι δύο είναι μαθηματικά μυαλά, αλλά δεν έχουν καμμιά εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, θα σκεφτούν ως εξής, ο καθένας χωριστά εννοείται: «Αν ο άλλος ομολογήσει, θα φάω την πιο βαριά ποινή, εκτός αν ομολογήσω κι εγώ. Αν πάλι ο άλλος δεν ομολογήσει, εγώ καλύτερα να ομολογήσω και να βγω αμέσως. Επομένως σε όλες τις περιπτώ

Ο εξαίρετος Κύριος Σίγμα

Η ιστορία που θα πω είναι αληθινή, όσο μπορεί να είναι αληθινή μια ιστορία που ήξερε πολύς κόσμος και που έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής κι όσο μπορεί να την έχω καταλάβει σωστά. Τον πρωταγωνιστή της όμως θα τον βαφτίσω μ’ ένα ψευδώνυμο, ας πούμε για να μη του χαλάσω την υστεροφημία, εξ άλλου το νόημα έχει σημασία κι όχι το κουτσομπολιό. Λίγα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών πολλοί μικρασιάτες ζητούν την τύχη τους, ή απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν, στη μαμά Ελλάδα. Ανάμεσά τους πολλοί είναι άνθρωποι έξυπνοι, μορφωμένοι, κοσμοπολίτες, σίγουρα πιο άξιοι απ’ το μέσο όρο που βρίσκουν μπροστά τους, όσο κι αν αυτός ο μέσος όρος τους θεωρεί συχνά κακομοίρηδες και τουρκόσπορους. Θέλουν να δείξουν στο νέο τους περιβάλλον ότι κι εκεί μπορούν μια χαρά να διακριθούν, με τους τρόπους τους, με τις ξένες γλώσσες τους, με την παιδεία τους, με τις εμπειρίες τους. Τον κύριο Σ τον έριξε η τύχη σ’ ένα φτωχό νησί. Ήρθε με τα ρούχα που φορούσε,