Η περιπέτεια με τον Οδυσσέα του James Joyce

 Δυσκολεύομαι να θυμηθώ πότε άρχισα να διαβάζω τον Οδυσσέα του James Joyce. Τώρα βλέπω ότι ήταν από την έκδοση Penguin του '92, άρα μετά το '92. Στο αρχικό κεφάλαιο είναι κάτι φίλοι, φοιτητές, που έχουν νοικιάσει μια στρογγυλή βίγλα κοντά στη θάλασσα κι ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του. Σαν το τέλειωσα κάπου χάθηκα μέσα στο δεύτερο κεφάλαιο, ανάμεσα στην πολυπλοκότητα της διήγησης και στο ανελέητο λεξιλόγιο. Όταν αποφάσισα να το συνεχίσω είχε περάσει καιρός, είχα ξεχάσει τι έγινε, το ξανάπιασα απ' την αρχή. Ύστερα πάλι το παράτησα, ίσως λίγο πιο κάτω από την πρώτη φορά. Αυτός ο κύκλος θα έγινε ως και δέκα φορές και στο μεταξύ τα χρόνια περνούσαν.

Ύστερα έπεσε μπροστά μου σ' ένα βιβλιοπωλείο η ελληνική μετάφραση του Σωκράτη Καψάσκη στον Κέδρο. Ο μεταφραστής ήταν μια ασυνήθιστη φυσιογνωμία, ήταν αυτός που άνοιξε τον κινηματογράφο Studio. Η μετάφραση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει με το αρχικό κείμενο, που σε πολλά σημεία είναι αδύνατο να αποδοθεί σωστά. Ωστόσο το βιβλίο αυτό, τούβλο ολάκερο γιατί οι Έλληνες εκδότες δεν τυπώνουν τα μεγάλα βιβλία σε ειδικά χαρτιά, το παράτησα σε μια γωνιά αρνούμενος να παραδεχτώ ότι είχα ηττηθεί από το γλωσσικό ιδίωμα του James Joyce, που απαιτούσε να ψάχνεις στο λεξικό τη μια λέξη μετά την άλλη, αλλά και πάλι μπορούσες να κολλήσεις στα πραγματολογικά. Ύστερα, σε μια ώρα απελπισίας απ' το πρωτότυπο, άνοιξα τη μετάφραση και διάβασα πάλι, τι άλλο, το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο βεβαίως κόντευα να το μάθω απ' έξω, αλλά τώρα μπορούσα να συγκρίνω λέξη προς λέξη τα δυο κείμενα. Στο γυμνάσιο είχα μια αντιπάθεια στα λυσάρια και στις μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων, κάτι τέτοιο μου θύμιζε και τούτη, ότι έκανα μιαν αμαρτία, ένα ολίσθημα. Λίγο αργότερα ανακάλυψα τους ηλεκτρονικούς αναγνώστες (ereaders) που έδιναν τη δυνατότητα να ανατρέχει κανείς πιο εύκολα σε άγνωστες λέξεις. Βάζεις πάνω στη λέξη το δαχτυλάκι σου και πετάγεται το λεξικό.

Αλλά σώνει με τις "τεχνικές" δυσκολίες. Η βασική πρόκληση για τον αναγνώστη δεν είναι το ευρύτατο λεξιλόγιο που θα τρόμαζε ίσως κι έναν Ιρλανδό. Είναι τα νοήματα που πετάγονται από δω κι από κει σ' ένα τρένο λέξεων που εκτροχιάζεται συνεχώς προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χωρίς να αφήνει στιγμή ανάσας στον αναγνώστη. Μετά το αρχικό κεφάλαιο, που είναι σχετικά συμβατικό, εξαντλείται η φιλανθρωπία του συγγραφέα προς τον αναγνώστη. Η διήγηση ακολουθάει τις ακατάστατες σκέψεις του εκάστοτε ήρωα (που δεν είναι ο ίδιος σε όλη την έκταση του βιβλίου), σκέψεις που συχνά ξεκινούν από περιστατικά και εικόνες στο περιβάλλον του και στη συνέχεια παρασύρονται στις δικές του αναμνήσεις, παραστάσεις, ερμηνείες, μέχρι τη διακοπή τους από το επόμενο περιστατικό.

Αν ο αναγνώστης επιθυμεί να διατηρήσει στο μυαλό του τη συνέχεια των "πραγματικών" γεγονότων, αυτών που κυρίως θα περιγράφονταν σε ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, συχνά πρέπει να τα ανακαλύπτει πίσω από μισόλογα και υπαινιγμούς. Όντως στην πραγματική σκέψη ο εγκέφαλος δεν γράφει μυθιστόρημα, δε νοιάζεται να εξηγεί σε κάποιους κρυμμένους ακροατές μιας διήγησης. Όταν κανείς με τα πολλά συνηθίσει σ' αυτήν την ακραία ρεαλιστική τεχνοτροπία διήγησης παύει να απελπίζεται και πέφτει σε μια διαρκή διερεύνηση των γεγονότων, όπου πρέπει να πιαστεί από τις λεπτομέρειες για να καταλάβει τι έχει συμβεί, όπως αν θα έψαχνε τον δολοφόνο σ' ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Μ' αυτήν την έννοια το κείμενο απαιτώντας την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη παίρνει μιαν άλλη ζωντάνια.

Έχουν γραφτεί πολλοί ύμνοι για τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία διήγησης ή ακόμη για την ευρυμάθεια και το IQ του συγγραφέα. Πρόχειρα διαβάζω στη Wikipedia: "Before Joyce, no writer of fiction had so foregrounded the process of thinking" (Declan Kiberd). Και σ' αυτό το σημειο είναι που με βασανίζει η ερώτηση: Αν ποτέ τελειώσω το βιβλίο, τι θα έχω μάθει; Εντάξει, θα έχω μπει στο μυαλό μερικών ανθρώπων που περιδιάβαιναν το Δουβλίνο. Αυτό από μόνο του έχει μια αξία, είναι μια εμπειρία και η λογοτεχνία τι άλλο είναι από ένα μέσο μεταφοράς εμπειριών.

Και μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω: Ωραία, κάνω κι εγώ μια βόλτα κάτω από την Ακρόπολη (για να είναι πιο πιασάρικο το κείμενο στους ξένους) και γράφω τις σκέψεις μου με την ίδια τεχνική. Καταλαβαίνω ότι οι σκέψεις που θα γραφτούν εξαρτώνται από την ευφυΐα του καθενός και μπορεί να μην είναι ακριβώς του επιπέδου ενός James Joyce, ωστόσο δεν αποκλείεται να βγει ένα αξιοπρεπές κείμενο. Μάλιστα σήμερα μπορώ να τα λέω στο κινητό μου που θα τα μετατρέπει αυτομάτως σε κείμενο, θα κάνω και πέντε διορθώσεις κι έτοιμο το μυθιστόρημα α λα Οδυσσέα.

Αλλά στο σημείο αυτό θέλω να σταθώ σε κάτι άλλο, στην πλοκή του έργου. Ο κλασσικός συγγραφέας πρώτα πρώτα θέλει να πει μια καλή ιστορία που θα κρατήσει ξύπνιο τον αναγνώστη, από τις Χίλιες και μια Νύχτες ως το Killing Commendatore του Μουρακάμι. Κάμποσοι τριγυρνούσαν με ένα σημειωματάριο στην τσέπη για να μη χάσουν την ευκαιρία να καταγράψουν κάτι που είδαν στο δρόμο και μπορεί να οδηγήσει σε πρωτότυπη ιστορία. Και μετά υπάρχει το στυλ και το θέμα. Μερικοί περνούν σ' ένα στυλιστικό και θεματικό εξτρεμισμό, όπως ας πούμε ο Henry Miller, ή βάζουν την υπόθεση στον αυτόματο πιλότο γράφοντας ένα μυθιστόρημα δρόμου, ωστόσο δεν παραιτούνται από την πλοκή όσο έχει παραιτηθεί ο James Joyce στον Οδυσσέα. Βασικά στον Οδυσσέα δεν υπάρχει μια εντυπωσιακή ιστορία, δεν υπάρχει καν πλοκή και σχέδιο, στο βαθμό που μπορώ να το αντιληφθώ. Μια άλλη σειρά από άλλα περιστατικά θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγήσουν σ' ένα εντελώς παρόμοιο έργο, αρκεί να το έγραφε ο ίδιος συγγραφέας με τις ιδέες και τις απόψεις του.

Η παρατήρηση αυτή κατά κάποιο τρόπο απαξιώνει και την προσπάθεια του αναγνώστη να καταλάβει τα γεγονότα, να σχηματίσει ένα νήμα ζωής για τον καθένα από τους ήρωες ξεχωριστά, αλλά κι ένα νήμα που τους συνδέει όλους μαζί. Έχουν κάποια σημασία όλα μαζί τα γεγονότα, σημασία που πρέπει να κατανοήσει, σημασία διαφορετική από όσα βλέπει ο καθένας μας στο συνηθισμένο καθημερινό του βίο; Δεδομένου ότι πρόκειται για το μεσοπολεμικό Δουβλίνο, ίσως έχει μια σημασία για κοινωνιολόγους, είναι μια ηθογραφία της εποχής, αλλά όταν μιλάμε για τον James Joyce σίγουρα δεν φέρνουμε στο μυαλό μας τον Ξενόπουλο. Ο κανονικός αναγνώστης πιθανότατα δεν θα βρει εν τέλει ούτε ενδιαφέρουσα πλοκή, ούτε ιδιαίτερο λόγο να την κατανοήσει.

Και το ερώτημα πια είναι τι θα μείνει μετά την ανάγνωση αυτού του τεράστιου βιβλίου; Γιατί να χάσει ο μέσος αναγνώστης (όχι ο θεωρητικός της λογοτεχνίας) γύρω στις 900 σελίδες επί δέκα λεπτά ανά σελίδα ίσον 150 ώρες (με πολύ συντηρητικές προβλέψεις) διαβάζοντας τον Οδυσσέα; Ίσως μόνο για να ζήσει στο Δουβλίνο του 1920.

Comments

Popular posts from this blog

Ένας ιστορικός πίνακας γεμάτος σημαίες

Το έγκλημα στο Οριάν Εξπρές

Ταξίδι με το οχηματαγωγό κατά το σωτήριον έτος 2023