Το "δίλημμα απέναντι στα κοινωνικά δίκτυα", μια νέα ταινία

Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί μια νέα ταινία για την επίδραση των κοινωνικών δικτύων πάνω μας με τίτλο The Social Dilemma.


Όλα τα ζητήματα που αναφέρονται στην ταινία είναι γνωστά στην έρευνα, στη βιβλιογραφία και κατά κανόνα αποτελούν μέρος των μαθημάτων που γίνονται σε σχετικές σχολές στα πανεπιστήμια, σε γνωστικές περιοχές σχετικές με κοινωνικά δίκτυα, media, ασφάλεια και ιδιωτικότητα. Η ταινία εκλαϊκεύει και προσφέρει αυτή τη γνώση στο ευρύ κοινό, σε όποιο βάθος μπορεί να καλυφθεί στα χρονικά όρια και με τα μέσα ενός ντοκιμαντέρ. Περιλαμβάνονται δραματοποιήσεις. Περιλαμβάνονται επίσης συνεντεύξεις από ανθρώπους που πήραν αποφάσεις και σχεδίασαν τα κοινωνικά δίκτυα. Ας παρατηρηθεί πάντως το εξής: Το γεγονός ότι οι τελευταίοι ήταν σχεδιαστές, κατασκευαστές και διαχειριστές κοινωνικών δικτύων και άλλων συστημάτων δεν τους καθιστά οπωσδήποτε απόλυτες αυθεντίες να αναλύσουν τα συστήματα και τις συνέπειές τους, αρκεί να θυμηθούμε ότι πολλοί απ’ αυτούς δήλωσαν ότι δεν ήξεραν τι έκαναν στην αρχή. 


Η ταινία αυτή δεν είναι η πρώτη πάνω στο θέμα της αρνητικής επίδρασης των κοινωνικών δικτύων. Πριν ένα χρόνο (καλοκαίρι 2019) η ταινία The Great Hack προσπάθησε να εξηγήσει ποια ήταν η επίδραση δεδομένων του Facebook περασμένων σε ψυχομετρικά εργαλεία πάνω στις αμερικανικές εκλογές, καθώς και σε άλλες εθνικές εκλογές διαφόρων χωρών και σε δημοψηφίσματα.


Εννοείται ότι τα εμφανιζόμενα σε τέτοιες ταινίες πρώην στελέχη εταιριών όπως Google, Facebook, Twitter κ.α., που δήλωσαν ότι έχουν κατά κάποιο τρόπο μετανοήσει για την προηγούμενη δράση τους, έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από ηθικά και νομικά ζητήματα, ενώ κάποιοι μπορεί να ήταν απλώς δυσαρεστημένοι από τις εργασιακές τους σχέσεις στις παραπάνω εταιρίες. Δηλώσεις ότι ήταν νέοι και αθώοι, ότι δεν είχαν συνειδητοποιήσει τους στόχους και τις συνέπειες των ενεργειών τους, θα πρέπει να τις βλέπουμε με κριτικό μάτι. Το σίγουρο είναι ότι είχαν γοητευθεί από τη φήμη της εταιρίας και τον μισθό τους.


Η νέα ταινία The Social Dilemma (παραγωγή Netflix όπως και η προηγούμενη) πραγματεύεται κυρίως την εμπορευματοποίηση των χρηστών των κοινωνικών δικτύων και της Google (που είναι μια κάπως ξεχωριστή περίπτωση καθώς δίνει μια σειρά υπηρεσιών). Εξηγεί με ποιο τρόπο προωθούνται οι διαφημίσεις ανάμεσα στις αναρτήσεις των μελών των κοινωνικών δικτύων και γενικότερα ανάμεσα στην πληροφορία, που υποτίθεται ότι αποτελεί το κύριο προϊόν τους. Περαιτέρω ασχολείται με το clickbait και άλλες τεχνικές προσέλκυσης της προσοχής χρηστών προκειμένου να γίνεται καλύτερη απορρόφηση του διαφημιστικού μηνύματος. Εξηγεί πώς οι τεχνικές αυτές προκαλούν εθισμό των χρηστών (που παραβάλλεται με εκείνον από ναρκωτικά), απώλεια χρόνου, μειωμένη κοινωνική επαφή και διαστρέβλωση της εικόνας που έχουν για τον κόσμο στον οποίο ζουν. Καταλήγει με το πώς τα υποκείμενα μπορούν να παρασυρθούν από θεωρίες συνωμοσίας και ακραίες πολιτικές απόψεις.


Διαφημιστικό τέλος για μια διαφήμιση εν γένει πληρώνει ο διαφημιζόμενος στην πλατφόρμα  (π.χ. στο Facebook) κάθε φορά που ένας πελάτης κάνει click πάνω στη διαφήμιση. Η πλατφόρμα έχει κάθε συμφέρον να παρουσιάζει διαφημίσεις που θα προσελκύσουν την προσοχή και την ανταπόκριση του πελάτη. Οι διαφημίσεις αυτές επιλέγονται από αλγόριθμους. Η ταινία παρουσιάζει με μια ανθρωπομορφική μεταφορά τη συμπεριφορά αυτών των αλγορίθμων και το πώς καθοδηγούν τους χρήστες. Τα τελευταία χρόνια γίνεται συστηματική καταγραφή της συμπεριφοράς των χρηστών και στη συνέχεια χρησιμοποιούνται πάνω στα συλλεγόμενα δεδομένα τεχνικές από την περιοχή της μηχανικής μάθησης με εκπαίδευση των αλγορίθμων πάνω σε big data. Η βαθύτερη λειτουργία τέτοιων αλγορίθμων είναι συχνά ελάχιστα κατανοητή και στους ίδιους τους δημιουργούς τους. Ωστόσο αυτή η τεχνολογία δεν αναπτύσσεται ειδικά από τους μηχανικούς των κοινωνικών δικτύων. Ασχολείται μ’ αυτούς μια πολυπληθής επιστημονική κοινότητα. Οι τεχνικοί της Facebook πιθανότατα κάνουν μόνο τις τελικές προσαρμογές και δεν μπορούν μόνοι τους να πιστωθούν την τιμή ή να χρεωθούν φταίξιμο για τη λειτουργία αυτών των αλγορίθμων παραπάνω από ό,τι τους αναλογεί.


Υπάρχουν δύο διαφορετικά (όχι εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους) ζητήματα όμως σχετικά με το τι βλέπει ο πελάτης σε ένα κοινωνικό δίκτυο. Το ένα είναι πώς προσελκύεται η προσοχή του σε κάποια πληροφορία και το άλλο είναι πώς επιλέγεται η πληροφορία την οποία καλείται να προσέξει.


Το πρώτο ζήτημα είναι σχετικό με τεχνικές προσέλκυσης της προσοχής. Τέτοιες τεχνικές τις αναλύει η ψυχολογία και μια από τις πιο δημοφιλείς τα τελευταία χρόνια είναι το clickbait, πληροφορίες που παίζουν το ρόλο του δολώματος, όπως ένας τίτλος “μάθε ποιο νέο gadget έχει καταπλήξει τη νεολαία”, δηλαδή ένα αίνιγμα που θα το πάρει το ποτάμι μόνον αν πατήσεις πάνω στον τίτλο και πας σε μια άλλη σελίδα, που πιθανώς θα σε στείλει σε μια τρίτη, ενώ στο μεταξύ σου σερβίρεται μια σειρά από διαφημίσεις.


Τεχνικές όπως το clickbait δεν αποτελούν ειδικό “προνόμιο” των κοινωνικών δικτύων. Χρησιμοποιούνται από σχεδόν όλες τις ιστοσελίδες και τις υπηρεσίες που βασίζονται στη διαφήμιση, όπου ο πελάτης υποχρεώνεται να περιπλανηθεί πρώτα σε ένα λαβύρινθο σελίδων και παραπλανητικών συνδέσμων μέχρι να φτάσει στην επιθυμητή πληροφορία ή στο προϊόν, που μπορεί να είναι ένα χρήσιμο “δωρεάν” πρόγραμμα ή ένα εγχειρίδιο χρήσης πλυντηρίου. Στο clickbait δεν έχει ενδώσει μόνον όλος ο κίτρινος τύπος, αλλά και οι πιο αξιοσέβαστοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί.


Οι τεχνικές για την προσέλκυση της προσοχής του πελάτη ήταν ήδη γνωστές στην παραδοσιακή διαφήμιση και η μελέτη της ψυχολογίας του μπροστά στον υπολογιστή είχε ήδη μελετηθεί από τη βιομηχανία ανάπτυξης παιχνιδιών στον υπολογιστή (videogames). Δεν ήταν περίεργο που τέτοιες τεχνικές μεταφέρθηκαν στα κοινωνικά δίκτυα και τέτοιες μεταφορές τεχνολογίας δεν πρέπει να αξιολογούνται πάντοτε αρνητικά. Το gamification, δηλαδή η παρουσίαση μιας υπηρεσίας στον χρήστη με μορφή παιχνιδιού, έχει εφαρμογές στην εκπαίδευση και στην διαπαιδαγώγηση του πολίτη. Π.χ. για να αναπτύξει περιβαλλοντική συνείδηση δημιουργείται ένα παιχνίδι όπου παίρνει κάποιος πόντους όταν κάνει φιλικές προς το περιβάλλον ενέργειες.


Το δεύτερο από τα ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή το πώς επιλέγεται η πληροφορία που καλείται να προσέξει ο πελάτης, επίσης αναλύεται στην ταινία. Η διαχείριση της πληροφορίας από ένα κεντρικό παντοδύναμο σύστημα που παρακολουθεί τον πολίτη με σκοπό να τον υποδουλώσει είναι ένα δημοφιλές θέμα στην πολιτική, στη λογοτεχνία, στη φιλοσοφία και αλλού. Σε ένα τέτοιο σύστημα υπάρχουν τρία στάδια (α) η συλλογή πληροφορίας για τον καθένα μας με μέσα παρακολούθησης και στη συνέχεια (β) η αποστολή κατάλληλων πληροφοριών σε μας, ώστε (γ) να οδηγηθούμε στις επιθυμητές πράξεις. Το σερβίρισμα της κατάλληλης πληροφορίας μπορεί να είναι μέσο διαμόρφωσης των γενικότερων αντιλήψεων ενός πολίτη κι εκεί έχει δώσει παραδοσιακά την έμφασή της η "αντισυστημική" προσέγγιση και ιδεολογία.


Στην ταινία όμως σε σχέση με τα κοινωνικά δίκτυα υιοθετείται μια άλλη άποψη: Το ίδιο το κοινωνικό δίκτυο τύπου Facebook καθόλου δεν ενδιαφέρεται να διαμορφώσει την γενικότερη ιδεολογία του πελάτη του, εκτός από το να τον κάνει καταναλωτικό θύμα, παρ’ όλο που κάνει με μεγάλη επιμέλεια το (α) από τα παραπάνω βήματα, δηλαδή παρ’ όλο που παρακολουθεί τον χρήστη του με τρόπους μπροστά στους οποίους το “1984” ωχριά και παρ’ όλο που συσσωρεύει και αποθηκεύει (και μεταβιβάζει) “τόνους” πληροφορίας για τον καθένα. Το σερβίρισμα της κατάλληλης πληροφορίας με προχωρημένες μεθόδους, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ., αποσκοπεί μόνο στο να τον παρασύρει να κάνει τελικά click πάνω σε μια διαφήμιση. Η παρακολούθηση γίνεται μόνο για να μπορέσει να του σερβίρει, περιτριγυρισμένη από λοιπή ενθαρρυντική πληροφορία (π.χ. τι διάλεξαν οι φίλοι του), εκείνη τη διαφήμιση πάνω στην οποία είναι πιο πιθανό να κάνει ένα απλό click. Ο μηχανικός που σχεδιάζει και αναπτύσσει τον αλγόριθμο είναι ένα απολίτικο ον, που κάνει απλώς τη δουλειά του. Σφίγγει μερικές βίδες από δω κι από κει κάνοντας δοκιμές και παρατηρώντας το αποτέλεσμα (ο ίδιος ή μέσω ενός αλγόριθμου μηχανικής μάθησης).  Η εικόνα επομένως που δίνει η ταινία για το κοινωνικό δίκτυο δεν είναι τόσο του τύπου Big Brother συστημικού δικτάτορα, όσο του Σκρούτζ, που θέλει να κολυμπάει μέσα σε όλο και μεγαλύτερα κέρδη. Και πώς προκύπτει ένας τέτοιος Σκρουτζ; Επειδή βέβαια είναι τέτοια η δομή της εταιρίας, δηλαδή δεν φταίει ο κάθε CEO, διότι κι αυτός είναι υπόλογος στο συμβούλιο των μετόχων. Αν δεν φροντίσει για τα κέρδη θα βρεθεί εκτός εταιρίας και θα χάσει τα τρελλά του bonus. Είναι ένα σύστημα σοφά φτιαγμένο, όπου δεν φταίει τελικά κανείς. To πολύ πολύ μπορεί κανείς να φορτώσει τις ευθύνες στην πολιτεία, που δεν έχει θεσπίσει ικανούς ελέγχους για το πώς λειτουργούν οι αεριτζίδικες αυτές εταιρίες, κάτι που ο μέσος πολίτης θα ερμηνεύσει ως απλή αδιαφορία ή ανικανότητα ή το πολύ πολύ διαφθορά. Γιατί για παράδειγμα η επιτροπή του αμερικάνικου κογκρέσου ήταν τόσο ευγενική απέναντι στον Mark; Επειδή δεν κατάλαβε; Επειδή δεν ήθελε να κλείσει μια σπουδαία εταιρία, καμάρι της χώρας και μέσο διάδοσης των ιδεών του “ελεύθερου κόσμου”; Επειδή κάποιες εταιρίες χρηματοδοτούν προεκλογικές εκστρατείες; Επειδή το Facebook ήταν βαθιά μπλεγμένο σε συγκεκριμένες τέτοιες εκστρατείες; Αν τελικά ο πολιτικός φιλόσοφος ανακαλύψει βαθύτερες συνδέσεις, αν πει ότι όλα τα παραπάνω έχουν τελικά πολιτικό χαρακτήρα, οι διαπιστώσεις του θα αποτυπωθούν σε λίγα βιβλία που θα διαβάσουν ελάχιστοι και θα καταλάβουν λιγότεροι.


Σύμφωνα και πάλι με την ταινία, αν υπάρχουν κάποιοι “κακοί” της ιστορίας που θέλουν να εκμεταλλευτούν με πιο πολιτικούς στόχους τα κοινωνικά δίκτυα, αυτοί είναι μόνο μερικοί ακραίοι, που γίνονται “λαθρεπιβάτες” στα δίκτυα και προσπαθούν να παρασύρουν και να στρατολογήσουν κυρίως τη νεολαία. Τα δίκτυα βεβαίως κατά καιρούς σβήνουν και μερικούς λογαριασμούς ακραίων.


Κι αν η νεολαία είναι ευεπίφορη σε τέτοιες εκστρατείες, αυτό (πάντοτε κατά την ταινία) γίνεται εξ αιτίας ενός συστηματικού σφάλματος στους παραπάνω αλγόριθμους των κοινωνικών δικτύων, σχεδόν τυχαία και πάντως όχι από κακή πρόθεση: Ο αλγόριθμος προσπαθεί μόνο και μόνο να ευχαριστήσει και να εντυπωσιάσει τον χρήστη. Τον ευχαριστεί σερβίροντάς του πληροφορία οικεία, σε ένα φαύλο κύκλο αυτοενίσχυσης και ταυτόχρονης απόκρυψης της “άλλης” άποψης. Ποιος φταίει κατά την ταινία; Μισή ντροπή του (κατασκευαστή του) αλγόριθμου και της εταιρίας που προωθεί τέτοια σχήματα φροντίζοντας μόνο τα κέρδη της, αλλά και άλλη μισή του ίδιου του χρήστη που δεν φροντίζει για την πιο αντικειμενική του ενημέρωση. Άλλες φορές ο αλγόριθμος εντυπωσιάζει τον χρήστη σερβίροντας θεωρίες συνομωσίας, όχι γιατί η εταιρία που είναι πίσω από τον αλγόριθμο προπαγανδίζει εκ προθέσεων τέτοιες θέσεις, αλλά γιατί αυτές τελικά αποφέρουν μέσω του εντυπωσιασμού περισσότερα click πάνω στις διαφημίσεις.


Όλα αυτά βέβαια χτίζονται πάνω σε μια καινοφανή νομική κουλτούρα (ή μάλλον νομικό κενό) που λέει ότι η εφημερίδα έχει ευθύνη για το τι γράφει στις σελίδες της, αλλά έχει ελάχιστες ευθύνες για ό,τι εμφανίζεται στις ιστοσελίδες του π.χ. το Facebook, μια “εφημερίδα” πολύ ευρύτερης κυκλοφορίας (κάτι που αναφέρεται και στην ταινία). Κι αν κάποιοι ζητήσουν να θεσπιστούν τέτοιες ευθύνες, γιατί να μην οργανωθεί τεχνηέντως μια διαδήλωση αφελών ενάντια στη “λογοκρισία” στο Internet;


Εν ολίγοις δείτε την ταινία, αλλά μπορεί να μην είναι τόσο ριζοσπαστική όσο φαίνεται στην αρχή.

Comments

Popular posts from this blog

Ένας ιστορικός πίνακας γεμάτος σημαίες

Το έγκλημα στο Οριάν Εξπρές

Ταξίδι με το οχηματαγωγό κατά το σωτήριον έτος 2023