Μεταξύ χάρτινου και ψηφιακού βιβλίου

Θα παραθέσω μερικές διαπιστώσεις για την εξέλιξη του βιβλίου, πιο πολύ γραμμένες από την πλευρά του αναγνώστη. Στο βιβλίο όμως υπάρχουν κι άλλοι πολλοί εμπλεκόμενοι, όπως συγγραφείς, εκδότες, επιμελητές, μεταφραστές, διορθωτές, βιβλιοπώλες, παλαιοπώλες, συντηρητές, συλλέκτες, δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Ακολούθησαν δημιουργοί λογισμικού συγγραφής και στοιχειοθεσίας και τώρα τελευταία προστέθηκαν κατασκευαστές ηλεκτρονικών αναγνωστών, ταμπλετών, κινητών και λογισμικού ανάγνωσης πάνω στις συσκευές. Ίσως δεν πρέπει να ξεχάσουμε κι όσους δουλεύουν σε ειδικού τύπου υλικά και οθόνες, ιδιαίτερα αυτούς που εργάζονται πάνω στο e-paper.

Το παραδοσιακό βιβλίο, το χάρτινο, ας μην ξεχνάμε ότι δεν είναι παρά μια τεχνολογία για την αποθήκευση και διάδοση του γραπτού λόγου. Τείνουμε να ξεχνάμε πως έχει ζωή λίγων μόνο αιώνων, καλή ώρα όπως ξεχνάμε ότι το ραδιόφωνο είναι ακόμη πιο πρόσφατο, με ζωή μερικών δεκαετιών. Όλες οι τεχνολογίες που τις βρήκαμε όταν γεννηθήκαμε μας φαίνονται σταθερές και αιώνιες.

Πριν την τυπογραφία το βιβλίο ήταν ένα πολύτιμο αντικείμενο για τις βιβλιοθήκες ηγεμόνων παραγόμενο από καλλιγράφους αντιγραφείς και εξειδικευμένους εικονογράφους. Στο χριστιανικό κόσμο αυτοί ήταν ως επί το πλείστον καλόγεροι και πολλά βιβλία έμεναν στις βιβλιοθήκες των μονών. Ίσως το πιο γοητευτικό κείμενο για το χειρόγραφο εικονογραφημένο βιβλίο στην Ανατολή είναι το μυθιστόρημα "Με λένε Κόκκινο" του Ορχάν Παμούκ και στη Δύση το "Όνομα του Ρόδου" του Ουμπέρτο Έκο. Πρόσφατα βγήκε το "περί της εαυτού ψυχής" του Ισίδωρου Ζουργού. Από τα επιστημονικά βιβλία, πολυάριθμα, θα αναφέρω μόνο το "Δέκα αιώνες ελληνικής γραφής" του διακεκριμένου παλαιογράφου Αγαμέμνονα Τσελίκα, του οποίου είχα την τιμή να είμαι μαθητής σε σεμινάριο παλαιογραφίας.

Το χάρτινο βιβλίο λίγο ως πολύ το ξέρουμε όλοι. Για όσους το ξεχνούν στην εποχή του Internet, τα προτερήματά του τα έχει παραθέσει πολύ παραστατικά ο Τζίμης Πανούσης στο video με τίτλο το βιβλίο.  Το τυπωμένο βιβλίο δεν έχει ανάγκη από ηλεκτρικό ρεύμα, είναι εύκολο να το έχεις μαζί σου στη συγκοινωνία, στην εκδρομή, στις διακοπές, στον καναπέ, στο κρεβάτι. Μπορεί να διατηρηθεί για αιώνες σε κανονικές συνθήκες. Υποστηρίζει την καλαίσθητη τυπογραφία εκ κατασκευής. Στηρίζει τα πνευματικά δικαιώματα (αν και μπορείς να το δανείσεις χωρίς να πάρει κάτι παραπάνω ο συγγραφέας). Γενικά έχει μια σειρά από καλές ιδιότητες που έχουν περάσει από τη δοκιμασία του χρόνου. Η ιδιοκτησία βιβλίων θεωρείται ακόμη κάποιου είδους προσόν. Οι βιβλιοθήκες έχουν αποδειχτεί το πιο δημοφιλές "τοπίο" πίσω από όσους συμμετέχουν σε τηλεσυνεδριάσεις, ιδιαίτερα στον καιρό του covid.

Ένα τυπωμένο βιβλίο έχει περάσει κατά κανόνα από μια διαδικασία προεπιλογής από εξειδικευμένο προσωπικό. Ένας εκδοτικός οίκος προσέχει τις επιλογές του επειδή διακυβεύεται η φήμη του και επειδή υπολογίζει σε πωλήσεις που θα καλύψουν το κόστος. Τέτοιες προβλέψεις ποτέ δεν μπορούν να είναι ακριβείς, στατιστικά όμως αποκλείουν τον μεγάλο όγκο των κειμένων κακής ποιότητας. Ένα κείμενο που έχει προκριθεί πριν φτάσει στην εκτύπωση θα βελτιωθεί πρώτα ορθογραφικά, γραμματικά και θα διορθωθούν τα τυπογραφικά λάθη. Αν υπάρχουν εικόνες θα γίνουν με την επαγγελματική ποιότητα ενός γραφίστα ή ενός καλλιτέχνη. Για τη στοιχειοθεσία ιδανικά θα αξιοποιηθούν κανόνες της τυπογραφίας, προσαρμοσμένοι στο χαρακτήρα του κειμένου.  Με όλα αυτά ένα βιβλίο μετατρέπεται στο αποτέλεσμα μιας ομαδικής δουλειάς.

Και ξαφνικά μπήκε στην αλυσίδα παραγωγής του βιβλίου ο υπολογιστής. Μέχρι τότε ήταν ένα εργαλείο για επιστημονικούς και οικονομικούς υπολογισμούς. Αν είχε οποιαδήποτε σχέση με το τυπωμένο χαρτί ήταν για να τυπώνονται και να διορθώνονται τα προγράμματα, για να εμφανίζονται και να αποθηκεύονται τα αποτελέσματα και για όλα αυτά αρκούσαν αλφαριθμητικοί χαρακτήρες κάποιου υποφερτά ορατού σχήματος, συντεθειμένοι από διπλανές τελείες. Για παράδειγμα, στο ΕΜΠ της δεκαετίας του '70 ο φοιτητής που χρειαζόταν ένα πρόγραμμα για να κάνει υπολογισμούς για τη διπλωματική εργασία ή το διδακτορικό του ετοίμαζε το πρόγραμμα σε μια σειρά από χάρτινες κάρτες, όπου η εντολή εμφανιζόταν ως κείμενο και ως μια σειρά οπών, μια εντολή σε κάθε διάτρητη κάρτα. Μια κάρτα ετοιμαζόταν στη διατρητική μηχανή, ένα είδος γραφομηχανής που βέβαια δεν διέθετε οθόνη. Το πρόγραμμα ήταν ένα μάτσο κάρτες βαλμένες με τη σωστή σειρά εκτέλεσης. Αν ήθελες να αλλάξεις τη σειρά εκτέλεσης δυο εντολών ήταν αρκετό να αλλάξεις θέση στις κάρτες. Ένας χειριστής το έπαιρνε και το έριχνε σε έναν αναγνώστη καρτών που διάβαζε τις τρύπες. Όταν ολοκληρωνόταν η εκτέλεσή του μπορούσε να τυπωθεί το αποτέλεσμα και να παραδοθεί η εκτύπωση στον φοιτητή. Ο τελευταίος αν ήθελε να βελτιώσει τον κώδικα μπορούσε να τυπώσει μια νέα κάρτα, να πετάξει μια που δεν του άρεσε και στη συνέχεια να ξαναδώσει το πακέτο στον χειριστή και να περιμένει τη νέα εκτύπωση με τα αποτελέσματα. Σε όλον αυτόν τον κύκλο πουθενά δεν έβλεπε ή χειριζόταν μια οθόνη ή ένα πληκτρολόγιο. Τέτοια εργαλεία αποτελούσαν προνόμια των διαχειριστών του συστήματος. Αρχικά λοιπόν η διεπαφή ανθρώπου υπολογιστή ήταν, για τον πολύ κόσμο, από χαρτί και μελάνι, δηλαδή από τα ίδια υλικά που αποτελούσαν ένα βιβλίο.

Σε λίγο όμως οι οθόνες (τα "τερματικά") άρχισαν να διαδίδονται και εν μέρει να παίρνουν τη θέση των εκτυπωτών. Ο προγραμματιστής μπορούσε να γράφει τον κώδικα σαν μια σειρά γραμμών πάνω στην οθόνη, μια εντολή ανά γραμμή, να τον εκτελεί δίνοντας εντολές απ' την οθόνη, να παίρνει αποτελέσματα στην οθόνη κι να παίρνει μια εκτύπωση μόνο αν χρειαζόταν να αποθηκεύσει κάτι πιο μόνιμα. Ο "editor" της εποχής ήταν ένα πρόγραμμα που διευκόλυνε τη συγγραφή κώδικα, δεν ήταν φτιαγμένος για τη συγγραφή μυθιστορημάτων. Τα γράμματα είχαν σταθερό πλάτος και η οθόνη χωρούσε ένα σταθερό αριθμό χαρακτήρων σε κάθε σειρά. Αν μια εντολή ήταν πιο μακριά από το πλάτος της οθόνης περνούσε στην επόμενη σειρά. Ένας τέτοιο κείμενο δεν είχε πολλές απαιτήσεις για το πώς θα φανεί σε μια οθόνη ή και στο χαρτί. Ο προγραμματιστής μπορούσε να βελτιώσει την οπτική εντύπωση αφήνοντας πιο πολλά κατά περίπτωση ή κενές γραμμές ή να βάλει αστεράκια (σε σχόλια, δηλαδή σε μη εκτελέσιμες ακολουθίες χαρακτήρων). Ένα κείμενο γραμμένο σε οθόνη με σειρές των 80 χαρακτήρων αν μεταφερόταν σε οθόνη των 60 χαρακτήρων χρειαζόταν απλές και προφανείς μετατροπές. Μια εντολή των 70 χαρακτήρων θα έπρεπε να σπάσει σε δυο σειρές, μια με 60 και μια με 10.

Πολύ γρήγορα κάποιοι κατάλαβαν πως δεν ήταν κακή ιδέα να γράφονται πάνω του γενικής φύσης κείμενα αντί για κώδικα και πως ήταν πιο εύκολο να διορθώσεις ένα χαρακτήρα μέσα σε ένα αρχείο παρά να τον σβήσεις με τη λευκή διορθωτική ταινία μιας γραφομηχανής. Όμως ένα γενικό κείμενο φέρνει καινά δαιμόνια και απαιτήσεις από την τεχνολογία της τυπογραφίας.

Βέβαια ο υπολογιστής μπορεί να παρεμβληθεί σε διάφορα στάδια της αλυσίδας του βιβλίου. Μπορεί να πάρει τη θέση ενός μολυβιού ή μιας γραφομηχανής κατά τη συγγραφή, μπορεί να πάρει τη θέση των μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων κατά τη στοιχειοθεσία, μπορεί να καθοδηγήσει έναν εκτυπωτή και να αντικαταστήσει ένα πιεστήριο, μπορεί να αντικαταστήσει ένα φορτηγό που μεταφέρει βιβλία στέλνοντας μια σειρά από bits μέσα από ένα δίκτυο. Το ψηφιακό βιβλίο κάνει όλα μαζί τα παραπάνω.

Για πολλούς ένα ψηφιακό βιβλίο είναι κάτι περισσότερο από μια ακολουθία χαρακτήρων. Αν ήταν μόνο αυτό θα αρκούσε το παλιό καλό τερματικό, έστω πιο μικρό και ελαφρύ, θα φιλοξενούσε τους χαρακτήρες σε ένα βολικό μέγεθος και μια ανεκτή διάταξη, παρόμοια με εκείνη που δείχνει τον κώδικα ενός προγράμματος. Όμως για τους λάτρεις του βιβλίου και της τυπογραφίας το χάρτινο βιβλίο έχει κατακτήσει κάποια αισθητική που καλό θα ήταν να μεταφερθεί στο ψηφιακό βιβλίο, έστω για όσο διάστημα δεν έχει βρει αυτό μια δική του νέα αισθητική.

Ιδανικά, για την ώρα τουλάχιστον, το ψηφιακό βιβλίο οφείλει να αποτελεί τη μεταφορά του κειμένου σε μια οθόνη σελίδα προς σελίδα, περίπου ή ακριβώς όπως θα εμφανιζόταν στο χαρτί. Όμως το νέο μέσο, η οθόνη, έχει ιδιότητες που αποκλείουν την ακριβή μεταφορά. Η οθόνη αποτελείται από μικρά pixels, έχει συγκεκριμένες σταθερές διαστάσεις (τη στιγμή που κάθε βιβλίο κόβεται στις δικές του κατάλληλες διαστάσεις), πιθανώς βασίζεται στην εκπομπή φωτός αντί της ανάκλασης που χαρακτηρίζει το χαρτί, διαθέτει άλλες ή λιγότερες αποχρώσεις, έχει διαφορετική αίσθηση στην αφή, σκληρότητα, αντίσταση στην κάμψη και αναγκαστικά ένα ελάχιστο πάχος για να φιλοξενηθεί το απαραίτητο hardware, περιλαμβανόμενης και μιας μπαταρίας. Τέλος, στο όλο πρόβλημα προστίθενται τα ανθρώπινα αισθητήρια και κυρίως το μάτι.

Οι οθόνες είχαν μια γρήγορη εξέλιξη. Έγιναν καλύτερες και φτηνότερες. Τα pixels τους έγιναν πολύ μικρά, τόσο μικρά που του μάτι πια δεν τα ξεχωρίζει. Οι διαστάσεις τους έγιναν πολύ πιο μεγάλες από εκείνες της μέσης σελίδας ενός βιβλίου (που παραμένει κάπου μεταξύ Α4 και Α5). Αν θέλαμε να διαβάζουμε βιβλία στον προσωπικό υπολογιστή μας τίποτε δεν θα μας εμπόδιζε να μεταφέραμε τις σελίδες ενός βιβλίου ακριβώς όπως στο χαρτί ή και καλύτερα. Ωστόσο πολλοί από μας έχουμε δέσει στο μυαλό μας την ιδέα του βιβλίου με κάτι που ζυγίζει αρκετά πιο λίγο από ένα κιλό, μπορούμε να το έχουμε μαζί μας στα μέσα μεταφοράς, μπαίνει σε μια τσάντα και δεν είναι κουραστικό να το κρατάμε για πολλή ώρα ενώ καθόμαστε στον καναπέ μας. Λίγοι αντέχουν να διαβάσουν Οδυσσέα του James Joyce και κανείς δεν θα άντεχε να το κάνει στην οθόνη ενός υπολογιστή. Με δυο λόγια η συσκευή ανάγνωσης πρέπει να είναι συμμαζεμένη.

Αν όμως η πιο συμμαζεμένη σε μέγεθος και ευρέως διαδεδομένη συσκευή είναι το έξυπνο κινητό, χρειάζεται κι ένα ελάχιστο μέγεθος σελίδας για το διάβασμα. Ελάχιστα χάρτινα βιβλία έχουν σελίδα των διαστάσεων ενός κινητού. Ακόμη και το μέσο tablet και ο μέσος e-reader έχουν περίεργα μικρές διαστάσεις, αλλά εκεί πλέον μπαίνουν θέματα κόστους ως συνάρτησης του μεγέθους. Παραμένει λοιπόν το ζήτημα του στριμώγματος του κειμένου σε μια οθόνη κάπως πιο μικρή από την κατάλληλη ή αυτήν που έχουμε συνηθίσει ως τώρα.

Μια λύση γνωστή από την εποχή των τερματικών είναι το ρευστό κείμενο (flowing text), δηλαδή "βόλεψε τους χαρακτήρες όπως μπορείς" μέσα στο διαθέσιμο "οικόπεδο" της οθόνης. Η ανάγκη για ένα τέτοιο στρίμωγμα σε συσκευές με οθόνη που βασίζονται στην τεχνολογία του υπολογιστή δημιουργήθηκε μέσα στη δεκαετία του '80. Τότε γεννήθηκε μια τεχνολογία μικρών φορητών υπολογιστών που προορίζονταν κυρίως για ταξιδιώτες. Οι συσκευές αυτές έμοιαζαν με τα σημερινά έξυπνα κινητά και ήταν γνωστές με διάφορα ονόματα, όπως personal digital assistant (PDA) και palmtop PC (στα ελληνικά είχε αποδοθεί ως επιπαλάμιος υπολογιστής). Οι συσκευές αυτές γνώρισαν σχετική επιτυχία στη δεκαετία του '90, συνήθως διέθεταν δυνατότητες επεξεργασίας κειμένου και λογιστικών φύλλων, δεδομένου ότι το Νοέμβρη του '90 κυκλοφόρησε το MS Office. Η δυνατότητα χρήσης του υπολογιστή για τη συγγραφή και την αποθήκευση κειμένων μετρούσε ήδη τρεις δεκαετίες, αλλά η δυνατότητα στοιχειώδους ελέγχου της μορφής ενός κειμένου πριν τις σουίτες "γραφείου" ήταν πολύ περιορισμένη. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 προέκυψε η μορφή κειμένου PostScript με σκοπό να προκύπτουν εκτυπώσεις με ελεγχόμενη μορφή και στις αρχές της δεκατίας του '90 η μορφή PDF (αμφότερες από την Adobe), που γεννούσε σελίδες με πλήρη έλεγχο της τυπογραφικής μορφής του κειμένου, της θέσης των εικόνων του κ.λπ., καθώς και κάποιου είδους συμπίεση ώστε να προκύπτει ένα συμμαζεμένο σε μέγεθος τελικό αρχείο. Κείμενα που είχαν γραφτεί σε Office ή άλλο επεξεργαστή κειμένου και είχε κάποια σημασία να διατηρούν τη δομή τους συνήθως αποκρυσταλλώνονταν σε PDF. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα προκειμένου να τα διαβάσει κάποιος κατέληγαν στον εκτυπωτή, οπότε ήταν φτιαγμένα για σελίδες Α4, παρ' όλο που υποστηριζόταν και μικρότερα μεγέθη (π.χ. Α5). Με δυο λόγια η μορφοποίηση του ψηφιακού κειμένου, δηλαδή ενός κειμένου που ήταν αρχικά γραμμένο και αποθηκευμένο σε υπολογιστή, είχε ως στόχο την κατά το δυνατό καλύτερη εκτύπωσή του σε χαρτί. Η εκτύπωση ενός χαρακτήρα αρχικά γίνονταν με σημάδια που παρατάσσονταν σε 8 γραμμές. Τέτοιες εκτυπώσεις έκαναν μόνο για την εκτύπωση των αποτελεσμάτων ενός προγράμματος υπολογιστή. Η βελτίωση ήρθε βαθμιαία, η ανάλυση ενός χαρακτήρα σε σημάδια έγινε πιο λεπτομερής, τα κόστη των εκτυπωτών έπεσαν και τότε έγινε αναγκαίοι μορφότυποι κατάλληλοι για γενικά κείμενα.

Όμως ένα κείμενο σε pdf μεγέθους Α4/Α5 ήταν εντελώς ακατάλληλο για την περιορισμένη οθόνη ενός PDA. Και τότε επινοήθηκε το reflowable PDF, όπου το κείμενο μπορούσε να αναδιαταχθεί ώστε να χωράει σε ένα μονόστηλο με λιγότερους χαρακτήρες ανά γραμμή, τόσο λίγους ώστε να φαίνονται καλά στο πλάτος της γραμμής ενός PDA.

Στα μάτια ενός τυπογράφου το κείμενο που παράγεται από ένα συνηθισμένο επεξεργαστή κειμένου, ακόμη κι αν αυτός είναι το MS Office, είναι πρωτόγονο από αισθητική άποψη. Κατά συνέπεια κείμενα που ξεκινούσαν τη ζωή τους μέσα σε έναν επεξεργαστή κειμένου και κατέληγαν απ' ευθείας σε PostScript ή PDF για τον τυπογράφο είναι μια κατ' οικονομία λύση κατάλληλη ίσως για τα παραδοτέα ενός project, αλλά για βιβλία είναι ένας άσχημος ερασιτεχνισμός. Στην περίπτωση που το κείμενο θα τυπωθεί σε ένα κανονικό βιβλίο (ακόμη κι αν μείνει σε ψηφιακή μορφή) πρέπει να γίνει μια περαιτέρω επαγγελματική μορφοποίηση με προχωρημένα εργαλεία. Ο καημός του τυπογράφου της ψηφιακής εποχής περιγράφεται στο ευαγγέλιο της ψηφιακής τυπογραφίας του Robert Bringhurst.

Απόγονος του reflowable PDF είναι γενικότερα το ρευστό κείμενο, το κείμενο δηλαδή που αναδιατάσσεται και προσαρμόζεται στο μέγεθος της οθόνης της συσκευής ανάγνωστης. Δύο δημοφιλή format ρευστού κειμένου για ψηφιακά βιβλία είναι το mobi (που δημιούργησε η γαλλική εταιρία Mobipocket, η οποία στη συνέχεια εξαγοράσθηκε από την Amazon) και το epub που είναι ανοιχτό για ελεύθερη χρήση και διεθνώς τυποποιημένο. Παρά την κακή του φήμη μεταξύ των τυπογράφων, το ρευστό κείμενο είναι αυτό που χρησιμοποιείται σήμερα σε μια σειρά ηλεκτρονικών αναγνωστών (e-readers), καθώς και σε κινητά τηλέφωνα και στα πιο μικρά από τα tablets. Οι λόγοι είναι λίγο ως πολύ οι ίδιοι από τη δεκαετία του '90, κυρίως το μικρό μέγεθος της οθόνης, αλλά και το γεγονός ότι μια πιο εξελιγμένη μορφή κειμένου θα χρειαζόταν σημαντική επεξεργασία του είτε μέσα στη συσκευή είτε προετοιμασία και προσαρμογή του κειμένου για κάθε διαφορετική συσκευή πριν φτάσει σε αυτήν. Μια τυποποίηση των διαστάσεων των οθονών θα ήταν αρκετή για να λύσει το πρόβλημα, αλλά δεν έχει συμβεί ως τώρα.

Αν το ρευστό κείμενο προσβάλλει κατά κύριο λόγο τις ευαισθησίες ενός καλλιτέχνη τυπογράφου, είναι κατά κανόνα απαράδεκτο για χρήση σε ένα σύνθετο τεχνικό κείμενο με ειδικά σύμβολα, εικόνες, αναφορές μεταξύ σημείων του κειμένου, ευρετήρια κ.α. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο κείμενο είναι ιδιαίτερα σύνθετο, σε βαθμό που και με την κλασσική τυπογραφία μόνο ένας εξειδικευμένος τυπογράφος τεχνικών κειμένων μπορεί να το χειριστεί, έγινε πολύ γρήγορα αντιληπτό. Στο τέλος της δεκαετίας του '80 ο εκ των πατέρων της πληροφορικής Donald Knuth προκειμένου να τυπώσει το δικό του σύγγραμμα αλγορίθμων (the Art of Computer Programming) αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό του σύστημα ψηφιακής τυπογραφίας. Το σύστημα αυτό είναι γνωστό ως TeX και χρησιμοποιείται από εκατομμύρια επιστημόνων. Σήμερα δεν είναι το μοναδικό σύστημα για την εκτύπωση μαθηματικών και άλλων σύνθετων κειμένων. Οι επαγγελματίες τυπογράφοι έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά από ψηφιακά τυπογραφικά εργαλεία, των οποίων το αποτέλεσμα είτε καταλήγει στο χαρτί είτε σε PDF. 

Παρά το γεγονός ότι το ρευστό format είναι ακατάλληλο για τεχνικό κείμενο, αρκετοί εκδοτικοί οίκοι σήμερα εκδίδουν ένα βιβλίο σε τρεις μορφές, χάρτινη, pdf και ρευστή (epub/mobi). Η τελευταία κατά κανόνα είναι απαράδεκτη, αλλά βολεύει όποιον επιμένει να το διαβάσει σε ένα μικρού μεγέθους e-reader. Συχνά αυτό σημαίνει ότι κάποια σχήματα είναι σε λάθος θέση, μέγεθος ή δεν είναι καν ορατά, ενώ ανάλογες αστοχίες πλήττουν οποιαδήποτε ειδικά σύμβολα ή μαθηματικούς τύπους. Γενικά βιβλία non fiction, ακόμη και χωρίς εικόνες (π.χ. νομικά, φιλοσοφικά, ιστορικά κ.λπ.) κατά κανόνα υποφέρουν από τη χρήση της ρευστής μορφής.

Με όλες τις τωρινές του αστοχίες και τους περιορισμούς του (που είναι πιθανό να υπερβεί στο μέλλον) το ψηφιακό βιβλίο δεν παύει να ανοίγει νέες δυνατότητες στην αποθήκευση, στη διανομή και στη χρήση. 

Από την πλευρά του εκδότη τα σχετικά κόστη είναι μειωμένα (παρ' όλο που δεν αντανακλώνται πάντοτε στην τελική του τιμή). Υπάρχει επίσης ένας μεγάλος πληθυσμός ιστορικής, επιστημονικής, λογοτεχνικής σημασίας κειμένων που δεν έχουν ενδιαφέρον για τους εκδότες, δηλαδή δεν θα έφταναν ποτέ σε επανέκδοση επειδή για κάθε έκδοση υπάρχει ένα κατώφλι κόστους. Ορισμένα εξ αυτών διατηρούνται σήμερα μόνο σε ψηφιακή μορφή από εκδοτικούς οίκους με σχεδόν μηδενικό κόστος αποθήκευσης. Στη συνέχεια μπορούν να πωλούνται ως ψηφιακά προϊόντα ή και να εκτυπώνονται σε λίγα αντίτυπα εφόσον ζητηθούν (on demand).

Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα αναζήτησης μέσα στο κείμενο χωρίς να χρειάζονται ευρετήρια, παραπομπών από ένα σημείο του κειμένου σε άλλο, χρήσης λεξικών, ευέλικτων υπογραμμίσεων και άλλων σημειώσεων. Ο αναγνώστης μπορεί να προμηθευτεί το ψηφιακό βιβλίο άμεσα από ένα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο, μέσα σε δευτερόλεπτα, ενώ το τυπωμένο πρέπει να αναζητηθεί σε ένα φυσικό ή διαδικτυακό βιβλιοπωλείο ή να φτάσει με μια ταχυδρομική υπηρεσία. Αν δεν υπάρχουν δικαιώματα μπορεί να το στείλει σε όποιον φίλο του επιθυμεί ή να το ανεβάσει σε ένα αποθετήριο βιβλίων για όποιον ενδιαφέρεται.

Συχνά ένα τυπωμένο βιβλίο έχει εξαντληθεί. Σε άλλες περιπτώσεις η διανομή υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς επειδή το έντυπο έχει εφήμερο χαρακτήρα. Μια ημερήσια εφημερίδα ή ένα εβδομαδιαίο περιοδικό δεν έχει νόημα να φτάσουν μετά από ένα μήνα. Το ψηφιακό αντίγραφο είναι επίσης βολικό στην αποθήκευση και στην αναζήτηση. Δεν πιάνει σχεδόν καθόλου χώρο και είναι εύκολο να ανασυρθεί. Τα δυο αυτά προβλήματα τα ξέρουν καλύτερα όσοι διαθέτουν μεγάλες βιβλιοθήκες (με τυπωμένα βιβλία). Συχνά αποδεικνύεται πιο εύκολο να βρεις ένα ψηφιακό αντίγραφο για ένα βιβλίο που έχεις ήδη στη βιβλιοθήκη σου, αλλά δεν μπορείς να θυμηθείς πού κρύβεται. Είναι επίσης πιο εύκολο να πάρεις μαζί σου στην εκδρομή ή στις διακοπές ένα e-reader με όσα βιβλία επιθυμείς αν είσαι αναποφάσιστος γι' αυτό που πραγματικά θέλεις να διαβάσεις.

Από την πλευρά του συγγραφέα υπάρχουν επίσης διευκολύνσεις. Το κείμενό του πιθανότητα θα το έχει γράψει μόνος του με τα δάχτυλά του στον προσωπικό του υπολογιστή και θα το έχει διορθώσει κάμποσες φορές. Μπορεί αν θέλει να το στείλει σε έναν φιλόλογο-επιμελητή για διορθώσεις. Μπορεί να ακόμη να το "εκδώσει" και να το διανείμει μόνος του. Μπορεί να κάνει διορθώσεις με ελάχιστο κόστος όσο συχνά επιθυμεί.

Υπάρχουν επίσης πλεονεκτήματα στην αποθήκευση, διατήρηση και προσιτότητα, ιδιαίτερα για παλιά βιβλία. Πολλά βιβλία ειδικού ενδιαφέροντος ή παλιά υπάρχουν πια μόνο σε βιβλιοθήκες, εν γένει απρόσιτα στο ευρύ κοινό και σε όποιον άλλον δεν μπορεί να τις επισκεφτεί. Αντίγραφα που δεν έχουν πωληθεί κατά κανόνα οδηγούνται σε πολτοποίηση. Τεράστιες σε όγκο και σημασία συλλογές (μεσαιωνικά κείμενα, όλα τα γνωστά αρχαία ελληνικά κείμενα, ένα πλήθος λογοτεχνικών έργων εκτός copyright) έγιναν σχετικά πρόσφατα προσιτές σε ερευνητές και εραστές του βιβλίου μέσα από το Google Books, το project Gutenberg, το πρόγραμμα Perseus του παν. Tufts, καθώς και μια σειρά από σπουδαίες και ιστορικές βιβλιοθήκες που ψηφιοποίησαν τα υπάρχοντά τους δίνοντάς τα με γενναιοδωρία στην ανθρωπότητα. Βιβλία φθείρονται ή και εξαφανίζονται από φωτιές, πλημμύρες, λεηλασίες, κλοπές κ.λπ. Η ψηφιοποίησή τους και διατήρηση σε πολλαπλά αντίγραφα δίνει ένα βαθμό σιγουριάς για τη διατήρησή τους στο μέλλον.

Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε ορισμένα προβλήματα. Το ψηφιακό βιβλίο δυστυχώς κληρονομεί τα προβλήματα άλλων ψηφιακών προϊόντων ως προς τα πνευματικά δικαιώματα και την παραβίασή τους. Στη μουσική και τον κινηματογράφο το θέμα λύθηκε με το streaming, στα βιβλία μια καλή λύση εκκρεμεί.

Με το ψηφιακό βιβλίο ο ρόλος του "εκδοτικού οίκου" στην εκτύπωση και διανομή περιορίζεται και καλείται αυτός να αποδείξει ότι παρέχει προστιθέμενη αξία πέραν αυτών. Η προστιθέμενη αξία μπορεί να συνίσταται στην προεπιλογή των κειμένων, στη φιλολογική επιμέλεια, στον άρτιο σχεδιασμό των σελίδων, στη στοιχειοθεσία, στη διαφήμιση κ.λπ. Το γεγονός ότι κάθε αυτοαποκαλούμενος συγγραφέας μπορεί να εκδώσει ψηφιακά το ασήμαντο έργο του θεωρητικά απειλεί να δημιουργήσει ένα πληθωρισμό και γενική πτώση ποιότητας. Πρακτικά οι αναγνώστες δεν φαίνονται διατεθειμένοι να διαβάζουν έργα του κάθε τυχόντα. Ελάχιστοι "αυτοεκδιδόμενοι" συγγραφείς καταφέρνουν να βγουν από την αφάνεια. Μια εντυπωσιακή εξαίρεση είναι ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Andy Weir (το διάσημο βιβλίο του The Martian, κατόπιν και ταινία από τον Ridley Scot, ήταν αρχικά αυτοέκδοση).

Στην επιστημονική βιβλιογραφία το θέμα του ποιοτικού ελέγχου έχει εν μέρει προκαλέσει μια διαμάχη μεταξύ εκδοτών και επιστημόνων (που θεωρούν ότι οι πρώτοι εκμεταλλεύονται το έργο τους υπερτιμολογώντας τις επιστημονικές εκδόσεις). Κατά βάση όμως τον τελικό ποιοτικό έλεγχο τον κάνει η επιστημονική κοινότητα (μέσω των αναφορών), γεγονός που δίνει την ευκαιρία και για δημοσιεύσεις τύπου arxiv.

Μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη περιοχή κυρίως για λογοτεχνικά κείμενα είναι το ακουστικό βιβλίο, με ανάγνωση από ηθοποιούς ή με συνθετική φωνή. Έχουν γίνει επίσης προσπάθειες για το πολυμεσικό βιβλίο, όπου π.χ. στη θέση μιας εικόνας προβάλλεται ένα video.


Comments

Popular posts from this blog

Ένας ιστορικός πίνακας γεμάτος σημαίες

Το έγκλημα στο Οριάν Εξπρές

Ταξίδι με το οχηματαγωγό κατά το σωτήριον έτος 2023